- Μοίρες
- Sp Mirės Ap Μοίρες/Moires L Graikija (Kreta)
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
Μοίρες — I Στην αρχαία Ελλάδα οι τρεις θεότητες που καθόριζαν το πεπρωμένο του ανθρώπου. Ο όρος Μοίρες προέρχεται από τη λέξη «μοίρα», τμήμα δηλαδή ενός όλου, μέρος, το μερίδιο που ανήκει στον καθένα, γιατί οι Μ. «μοίραζαν» τα κακά ή τα καλά στον άνθρωπο… … Dictionary of Greek
συντεταγμένες γεωγραφικές — Για τον ακριβή προσδιορισμό οποιουδήποτε σημείου πάνω στη Γη, καταφεύγουμε σ’ ένα ιδιαίτερο σύστημα συντεταγμένων, οι οποίες συνίστανται από το πλάτος και το μήκος και έχουν ως βασική αναφορά τον Ισημερινό και τον πρωτεύοντα ή αρχικό μεσημβρινό.… … Dictionary of Greek
Moires — Μοίρες Location … Wikipedia
Mires — Stadtgemeinde Mires (1949–2010) Δήμος Μοιρών (Μοίρες) … Deutsch Wikipedia
Moires — Gemeinde Mires Δήμος Μοιρών (Μοίρες) DEC … Deutsch Wikipedia
Λάχεσις — Αρχαιοελληνική θεότητα, μία από τις τρεις Μοίρες. Αντιπροσώπευε τον λαχνό που οριζόταν για κάθε άνθρωπο από την τύχη. * * * η (Α Λάχεσις, εως και ιων. γεν. ιος) μία από τις τρεις Μοίρες, η οποία κατά την αρχαία αντίληψη διέθετε τους κλήρους τών… … Dictionary of Greek
άτροπος — I Μια από τις τρεις Μοίρες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. II (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Μαρτίου 1888. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη… … Dictionary of Greek
ακτίνιο — I Μονάδα μέτρησης επίπεδων γωνιών. Ορίζεται ως εξής: παίρνουμε έναν οποιονδήποτε κύκλο· κάθε επίκεντρη γωνία αυτού του κύκλου, που βαίνει σε τόξο ισόμηκες με την ακτίνα του, ονομάζεται: γωνία ενός α. ή ένα α. Έτσι, το μέτρο μιας γωνίας σε α.… … Dictionary of Greek
αναγωγέας — Ναυτικό όργανο τετράγωνου σχήματος, κατασκευασμένο από πλαστική διάφανη ύλη. Είναι βαθμολογημένο και στις τέσσερις πλευρές του σε μοίρες (0° 360°), από μία μοίρα κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού, με κοινούς χαρακτήρες στοιχείων, και κατά την … Dictionary of Greek
απόκλιση — (Αστρον.). Απόσταση ενός αστέρα από τον ουράνιο ισημερινό· μετριέται στον ουράνιο μεσημβρινό (κύκλος α.) που περνά από τον αστέρα και τους πόλους της ουράνιας σφαίρας. Μαζί με την ορθή αναφορά, αποτελεί το σύστημα των συντεταγμένων για τον… … Dictionary of Greek